Breaking

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Η έφοδος των αρχαιοκαπήλων στο Μουσείο της Κορίνθου το 1990 και η κλοπή των 271 αρχαιοτήτων – Πως εντοπίστηκαν στην Αμερική (εικόνες)

Στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 και στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 αρχαιολογικοί χώροι και μουσεία σε όλη τη χώρα δέχτηκαν μπαράζ κλοπών από σπείρες αρχαιοκάπηλων. Τα μουσεία της Σπάρτης, της Σικυώνας, της Τεγέας, της Ρόδου, της Αίγινας, των Θερμών της Σάμου έχασαν ένα σημαντικό κομμάτι των εκθεμάτων τους, όταν κακοποιοί τα άρπαξαν.

Όμως, το σημαντικότερο πλήγμα δέχτηκε το Μουσείο της Αρχαίας Κορίνθου, καθώς η κλοπή του θεωρήθηκε ως ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα σε βάρος της ελληνικής και ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς.

«Νόμιζα ότι θα πεθάνω» 

Τη νύχτα της Μεγάλης Τετάρτης προς Πέμπτη στις 12 Απριλίου 1990 τέσσερις κουκουλοφόροι πλησίασαν το μουσείο. Εκείνη την περίοδο δεν εφαρμόζονταν αυστηρά μέτρα ασφαλείας και οι αρχαιοκάπηλοι είχαν ετοιμάσει προσεκτικά το χτύπημά τους. Συναγερμός δεν υπήρχε, παρά μόνο ένας νυχτοφύλακας.
Ο 62χρονος Θεοφάνης Κακούρης ήταν το μοναδικό τους εμπόδιο. Και έπρεπε να ξεπεραστεί. Ο νυχτοφύλακας έπρεπε να χτυπάει κάρτα κάθε μια ώρα. Γύρω στις 3 παρά πέντε τα ξημερώματα κατευθυνόταν προς το σύστημα στην κύρια πόρτα, όταν δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι. Τον έδεσαν, τον φίμωσαν και τον ξυλοκόπησαν άγρια μέχρι να χάσει τις αισθήσεις του.
«Είχα κάνει τρεις λίμνες αίματος. Με χτυπάγανε και επειδή μούγκριζα μου λέγανε: «θα πεθάνεις», είχε πει ο 62χρονος που ήταν ο μοναδικός προστάτης του μουσείου. «Εκείνη τη στιγμή πίστεψα ότι τελειώνει η ζωή μου. Δεν πρόλαβα να αντισταθώ με τα αλλεπάλληλα χτυπήματα έχασα τις αισθήσεις μου» δήλωσε.
Στις 7 το πρωί ο αρχιφύλακας Γεώργιος Σοφός βρήκε τον νυχτοφύλακα αιμόφυρτο και αναίσθητο στο πάτωμα του μουσείου και τον μετέφερε στο νοσοκομείο της Κορίνθου. Είχε κάταγμα στο δεξί μέρος του κρανίου του, κάταγμα στη γνάθο, τέσσερα σπασμένα πλευρά και σοβαρά τραύματα στο πρόσωπο. «Έχω κάνει τρεις εγχειρήσεις στη γνάθο. Με λάμες για να τη σταθεροποιήσουν», κατέθεσε αργότερα ο Θεοφάνης Κακούρης.

Η κλοπή 

Μετά από το απανωτά χτυπήματα, ο νυχτοφύλακας είχε ακινητοποιηθεί. Ολόκληρο το μουσείο ήταν στη διάθεση των διαρρηκτών. Η εισβολή τους ήταν κινηματογραφική. Αρχικά προσπάθησαν να παραβιάσουν την κεντρική πόρτα, αλλά δεν τα κατάφεραν. Έτσι, σκαρφάλωσαν στη σκεπή με μια σκάλα και από εκεί πήδησαν στο εσωτερικό προαύλιο του μουσείου. Παραβίασαν την μπαλκονόπορτα, μπήκαν μέσα και άρπαξαν τα εκθέματα. Πήραν συνολικά 271 αρχαιότητες . Άδειασαν ολόκληρη την αίθουσα κλασικών αρχαιοτήτων και το μεγαλύτερο μέρος της ρωμαϊκής. Ήταν ευρήματα που είχε φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη των αμερικανών αρχαιολόγων στην Κόρινθο από το 1866 έως το 1990.
ΤΑ ΝΕΑ 13 Απριλίου 1990
«Ήταν σαν να είχαμε υποστεί έναν τρομακτικό βιασμό», είχε πει η αρχαιολόγος Νάνσυ Μπουκίδου, η οποία εργαζόταν στην Αμερικανική Σχολή που είχε συμβάλει στην ίδρυση του μουσείου. Ανάμεσα στα σημαντικότερα «κομμάτια» που έκλεψαν ήταν μια μαρμάρινη προτομή του Ανδριανού, μαρμάρινες κεφαλές, μία από τις οποίες χρονολογούνταν από το 480 με 470 π.Χ, αγγεία και ειδώλια της περίφημης κορινθιακής κεραμικής, μια χάλκινη λεοντοκεφαλή και δεκάδες μικροαντικείμενα, ανάμεσα στα οποία ήταν και ένα χρυσό δαχτυλίδι. Οι δράστες, εκτός από τις πολύτιμες αρχαιότητες, άρπαξαν και περίπου ένα εκατομμύριο δραχμές, χρήματα που προορίζονταν για τη μισθοδοσία των υπαλλήλων, αλλά και την ημερήσια είσπραξη του μουσείου. Ο νυχτοφύλακας επέζησε και έδωσε το πρώτο σημαντικό στοιχείο για τους δράστες. Ήταν Έλληνες.
Με τη σειρά η κεφαλή του Διονύσου, η κεφαλή του Θεού Σεράπιδος, η κεφαλή της θεάς Τύχης και η πήλινη κεφαλή της θεάς Αφροδίτης. Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 13 Απριλίου 1990…
Η πιο σημαντική κίνηση που έγινε λίγες μέρες μετά την κλοπή ήταν η καταγραφή των κλεμμένων αρχαιοτήτων με πρωτοβουλία της Αμερικανικής Σχολής, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει στο παρελθόν. Δημιουργήθηκε ένας κατάλογος, ο οποίος περιείχε την ονομασία, την ακριβή περιγραφή και μια φωτογραφία του κάθε εκθέματος. Στη συνέχεια, ο κατάλογος μοιράστηκε σε όλα τα μεγάλα μουσεία και σε αρχαιολόγους σε όλο τον κόσμο, ώστε όλοι να έχουν τα «μάτια» τους ανοιχτά. Στα ίχνη των δραστών και των κλεμμένων αρχαιοτήτων.

Στα ίχνη των δραστών και των κλεμμένων αρχαιοτήτων

Οι ελληνικές αρχές άρχισαν αμέσως τις έρευνες για την εύρεσή τους. Τα κλοπιμαία είχαν τοποθετηθεί σε ένα κοντέινερ και βγήκαν από τη χώρα οδικώς ως έντυπο υλικό. Προορισμός ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Το πρόβλημα της σπείρας ήταν ότι παρόλο που είχαν κλέψει τις αρχαιότητες, δεν μπορούσαν να τις πουλήσουν, ούτε είχαν βρει έναν συγκεκριμένο συλλέκτη που ενδιαφερόταν να τις εντάξει άμεσα στη συλλογή του. Ήταν σημαδεμένες με τον αριθμό του μουσείου και η δημοσιοποίηση του καταλόγου δυσκόλευε τη πώλησή τους, καθώς δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την προέλευσή τους. Για χρόνια οι αρχαιότητες παρέμεναν κρυμμένες σε μια αποθήκη στο Μαϊάμι, ώσπου οι αρχαιοκάπηλοι αποφάσισαν να τις διοχετεύσουν σιγά σιγά στην αγορά. Αρχικά έδωσαν πέντε αγγεία στον οίκο δημοπρασιών της Νέας Υόρκη «Christie’s». Τα πέντε αντικείμενα δημοσιεύτηκαν ως «Ιδιοκτησία Αμερικανού Συλλέκτη».
Τα αγγεία δημοπρατήθηκαν στις 18 Δεκεμβρίου 1997. Στη δημοπρασία ήταν και ο Τζέρομ Άιζενμπεργκ, ένας από τους πιο γνωστούς αρχαιοπώλες στον κόσμο. Αγόρασε τα τρία από αυτά με περίπου 3 χιλιάδες δολάρια, ένα μικρό ποσό σε σύγκριση με την πραγματική τους αξία. Στη συνέχεια, ο Άιζενμπεργκ δημοσίευσε στο περιοδικό του Minerva, το ένα από τα αγγεία που είχε αγοράσει. Ήταν ένας σκύφος που είχε πάνω του ζωγραφισμένα δυο λιοντάρια που είχαν στριμώξει έναν αγριόχοιρο. Τυχαία η Αμερικανίδα αρχαιολόγος Ανν Μπράουνλυ που συνεργαζόταν με την Αμερικανική Σχολή της Κορίνθου, είδε τον σκύφο και τον αναγνώρισε. Ήταν ένα από τα εκθέματα που είχαν κλαπεί από το μουσείο. Έτσι, ένας νέος δρόμος άνοιξε για την υπόθεση αρχαιοκαπηλίας που ήταν για χρόνια στο σκοτάδι.
Ο Άιζενμπεργκ επικοινώνησε με το FBI και κατάθεσε ότι χωρίς να το γνωρίζει, είχε αγοράσει μερικά αντικείμενα που ήταν κλεμμένα από την Κόρινθο. Η αστυνομία απευθύνθηκε στον οίκο δημοπρασιών και εκείνοι τους αποκάλυψαν ποιος τους είχε δώσει τα πολύτιμα αντικείμενα. Ήταν η Βίλμα Σαμπάλα, η οποία συνελήφθη και καταδικάστηκε σε έναν χρόνο φυλάκιση από το δικαστήριο της Νέας Υόρκης. Η Σαμπάλα είχε προσπαθήσει να σβήσει τους αριθμούς των εκθεμάτων που πρόδιδαν ότι ήταν κτήμα του Μουσείου της Κορίνθου με βερνίκι νυχιών.
Όμως, δεν ήταν αυτή ο εγκέφαλος. Η Σαμπάλα ομολόγησε ότι τα κομμάτια της τα είχε δώσει ο Τρύφωνας Καραχάλιος, με τον οποίο διατηρούσε δεσμό. Ο 77χρονος Τρύφωνας Καραχάλιος και οι δυο γιοι του, Τρύφωνας και Αναστάσιος, ήταν για χρόνια εγκατεστημένοι στη Βενεζουέλα και διατηρούσαν αλυσίδα εστιατορίων. Τα τελευταία χρόνια είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα και είχαν ανοίξει ένα γυμναστήριο. Όμως, το γυμναστήριο όπως και τα εστιατόρια ήταν «βιτρίνα», καθώς οι τρεις άνδρες ήταν λαθρέμπορες ναρκωτικών και αρχαιοτήτων. Όπως είχε δηλώσει ο αστυνομικός Γεώργιος Τζάλλας «είχε οδηγηθεί στα ονόματα των δραστών ήδη από το 93, αλλά δεν μπορούσε να τους αποκαλύψει γιατί είχε πληροφορίες ότι τα αντικείμενα είχαν φυγαδευτεί στο εξωτερικό». Όμως, η Σαμπάλα δεν αποκάλυψε που βρίσκονταν τα υπόλοιπα κλοπιμαία. Το FBI και η ελληνική αστυνομία αναζητούσαν στοιχεία για να οδηγηθούν στο «χαμένο πολιτισμό της Κορίνθου». Τότε εμφανίστηκε ο Γιώργος Μαυρίκης, ένας πρώην πράκτορας της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ). Ο Μαυρίκης είχε εμπλακεί με μια υπόθεση υποκλοπών τηλεφωνημάτων για λογαριασμό του στρατηγού Γρυλλάκη και εκκρεμούσε η εκδίκασή του.
Ο Μαυρίκης έστειλε γράμμα στον υπουργό Ευάγγελο Βενιζέλο, στο οποίο ανέφερε ότι μπορούσε να μάθει που είναι τα αρχαία που εκλάπησαν από την Κόρινθο. Όταν δεν πήρε απάντηση επικοινώνησε με τον Γιώργο Τσούκαλη, έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ που συνεργαζόταν με την ελληνική αστυνομία για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Ισχυρίστηκε ότι οι αρχαιοκάπηλοι επικοινώνησαν μαζί του και του είπαν ότι θα ήταν ο μοναδικός στον οποίο θα αποκάλυπταν πού είναι κρυμμένα τα αρχαία. Αντάλλαγμα θα ήταν η αμοιβή που θα δινόταν από την ελληνική κυβέρνηση για την επιστροφή τους. Όμως, λίγο αργότερα έγινε η δίκη του Μαυρίκη για την υπόθεση των υποκλοπών και φυλακίστηκε. Έμεινε στη φυλακή έως τα μέσα του 1998. Και η υπόθεση επαναπατρισμού των αρχαιοτήτων πάγωσε για μια ακόμη φορά. Ο Μαυρίκης σταμάτησε να δίνει στοιχεία μέχρι να αποφυλακιστεί. Έλεγε ότι οι αρχαιοκάπηλοι είχαν σταματήσει να επικοινωνούν μαζί του. Την άνοιξη του 1999 τηλεφώνησε ξανά στην αστυνομία και είπε ότι γνώριζε ακριβώς πού βρίσκονται.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1999 κλιμάκιο αστυνομικών της Ασφάλειας Αττικής και ειδικοί πράκτορες του FBI μπήκαν σε μια αποθήκη στο Μαϊάμι.
Εκεί μέσα σε σε δώδεκα πλαστικά κιβώτια, σφραγισμένα με κολλητική ταινία, ήταν το μισό μουσείο της Κορίνθου. Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, τα αρχαία θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο «σπίτι» τους, στο Μουσείο της Κορίνθου. Έλειπαν τρία μαρμάρινα έργα, τα οποία εντοπίστηκαν το 2000, όταν προσπάθησαν να τα πουλήσουν σε δημοπρασία. Τα περισσότερα βρίσκονταν σε καλή κατάσταση. Όμως, κάποια είχαν σημάδια της κλοπής τους και της μεταφοράς τους στην Αμερική. Η μαρμάρινη κεφαλή του Σαράπη είχε τρυπηθεί από κάτω για να μπει σε βάση και η κεφαλή του Διονύσου είχε καταστραφεί στη μύτη και σε μερικά ακόμη σημεία.
Τέσσερις μήνες μετά την παράδοση των κλοπιμαίων, η αστυνομία συνέλαβε τον Αναστάσιο Καραχάλιο και τον σεσημασμένο για λαθρεμπόριο αυτοκινήτων Γιάννη Λιώρη, ο οποίος φερόταν να είχε συνεργαστεί με την οικογένεια Καραχάλιου για την κλοπή των αρχαιοτήτων.
Στο σπίτι τους βρήκαν πέρα από ελληνικές αρχαιότητες, όπλα και ναρκωτικά. Καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη. Όμως, ο πατέρας και ο γιος που έφεραν το ίδιο όνομα, Τρύφωνας Καραχάλιος, καταζητούνταν. Είχαν διαφύγει στη Βενεζουέλα. Λίγο αργότερα συνελήφθη και ο δεύτερος γιος, ο οποίος επίσης καταδικάστηκε σε ισόβια. Μετά από δικαστικές διαμάχες η ποινή του μειώθηκε στα 20 χρόνια, ενώ ο Λιώρης αθωώθηκε.
Οι αρχαιότητες επέστρεψαν στο μουσείο, αλλά όχι στις παλιές τους θέσεις ανά περίοδο κατασκευής τους. Τοποθετήθηκαν όλα μαζί σε μια αίθουσα ως «τα επαναπατρισμένα αρχαία της Κορίνθου».
Πηγή: mixanitouxronou.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου